- αυτοκάθαρση των νερών
- Η λειτουργία που επιτελείται σε νερά που ρέουν (ποτάμια, χείμαρρους, ρυάκια, υπόγειες πηγές κλπ.), χάρη στις διάφορες ιδιότητες που έχει το ίδιο το νερό, και η οποία έχει τελικό αποτέλεσμα τον περιορισμό της μόλυνσής του σε κάπως ανεκτά επίπεδα. Η μόλυνση αυτή προέρχεται κυρίως από τα βιομηχανικά απόβλητα διαφόρων εργοστασίων, τα δίκτυα αποχέτευσης διαφόρων πόλεων και χωριών, τις τοξικές ουσίες που διαφεύγουν από τις πετρελαιοβιομηχανίες. Το νερό αυτοκαθαρίζεται με τρεις κυρίως τρόπους αλλά και με άλλους, δευτερεύοντες. α) Με καθίζηση, όπου όλα τα στερεά σώματα γίνονται πυρήνες έλξης και παρασύρουν μαζί τους τα αιωρούμενα μικρόβια ή άλλους μικροοργανισμούς, καθιστώντας τα ακίνδυνα στην κοίτη του ποταμού. β) Με χημική δράση, όπου εμπλουτίζονται με οξυγόνο και οξειδώνονται. γ) Με αραίωση, όπου η ίδια ποσότητα μολυσμένων ουσιών αραιώνεται σε μεγάλη ποσότητα καθαρού νερού, υποβαθμίζοντας με τον τρόπο αυτό τη δραστικότητά τους. Η α. των νερών δεν έχει στις ημέρες μας τα παλαιά ικανοποιητικά αποτελέσματα, γιατί η τεχνολογική ανάπτυξη της κοινωνίας κατορθώνει να δημιουργεί σε τεράστιες ποσότητες νέα προϊόντα μολυσματικής ικανότητας, που δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν μόνο από την απολυμαντική ιδιότητα που έχουν τα νερά. Ακριβώς γι’ αυτό, πολλά κράτη υιοθέτησαν μέτρα ελέγχου των νερών, που ρυθμίζουν τη ρύπανσή τους στα ανεκτά επίπεδα υγιεινής.
Dictionary of Greek. 2013.